μαρκαδόρος

μαρκαδόρος
ο
1. ειδικό μολύβι μελάνης με χοντρή μύτη.
2. ειδικό όργανο με το οποίο τυπώνουν μάρκες πάνω σε διάφορα αντικείμενα.
3. υπάλληλος καταστήματος, καφενείου, χαρτοπαιχτικής λέσχης κτλ. που διαχειρίζεται τις μάρκες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρκαδόρος — ο 1. υπάλληλος εστιατορίου ή χαρτοπαικτικής λέσχης που διαχειρίζεται τις μάρκες 2. είδος στυλογράφου διαρκείας με υγρό μελάνι διαφόρων χρωμάτων, που γράφει σε κάθε επιφάνεια 3. στροφόμετρο, αυτόματο μηχάνημα για την καταμέτρηση στροφών 4. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”